ἐπίσκοπε

ἐπίσκοπε
ἐπίσκοπος 1
one who watches over
masc voc sg
ἐπίσκοπος 2
hitting the mark
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νύχιος — νύχιος, ία, ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.) 2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”